13.11.10
Θου, Κύριε, φυλακή...
Σε πολύ σοβαρή υπόθεση κακοποίησης πολίτη από αστυνομικό, που είχε ως αποτέλεσμα να χάσει το μάτι του ο πολίτης, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου θεώρησε καλό να διακόψει την εξέταση του πατέρα του θύματος για να απευθύνει τη φράση:
«Καθίστε καλύτερα!» προς μία συνήγορο που παρακολουθούσε τη δίκη. Εννοούσε να μην κάθεται η συνήγορος σταυροπόδι... Η συνήγορος διαμαρτυρήθηκε, αλλά η Πρόεδρος επέμεινε: «Αυτό που σας λέω!». Όταν η συνήγορος ζήτησε το όνομα της Προέδρου, για να πράξει τα νόμιμα, η Πρόεδρος αρνήθηκε να δώσει τα στοιχεία της. «Ψάξτε τις υπηρεσίες», απάντησε.
Ορισμένοι δικαστές και εισαγγελείς έχουν προφανώς παρεξηγήσει το ρόλο και την αποστολή τους. Έχουν, επίσης, παρεξηγήσει το πού βρίσκονται όταν ανεβαίνουν στη δικαστική έδρα. Νομίζουν ίσως ότι βρίσκονται στην Εκκλησία, όπου «δεν κάνει» να κάθεσαι σταυροπόδι; Νομίζουν ότι η αποστολή τους δεν είναι η διερεύνηση της αλήθειας αλλά το να παριστάνουν τον χωροφύλακα ή τον ενδυματολόγο, απευθύνοντας ανούσιες και προσβλητικές παρατηρήσεις σε μάρτυρες, συνηγόρους, κατηγορουμένους, απλούς πολίτες που προσέρχονται στα Δικαστήρια για να παρακολουθήσουν μία δίκη;
«Πώς ντυθήκατε έτσι, στην Εκκλησία έτσι πηγαίνετε;» ήταν η παρατήρηση άλλης δικαστίνας προς μάρτυρα, που απαθανατίστηκε στο ντοκιμαντέρ «Θέμις», όπου αποτυπώνεται η πραγματική εκδίκαση υποθέσεων, με τη συναίνεση όλων των μερών και των ίδιων των δικαστών και εισαγγελέων, που κινηματογραφήθηκαν κατά την… απονομή της Δικαιοσύνης…
Το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει θλιβερά πλάνα που αποτυπώνουν την πραγματική κατάσταση της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, ωμή, τραγική, τριτοκοσμική… Ο σκηνοθέτης στο τέλος ευχαριστεί τη Διοίκηση του Πρωτοδικείου Αθηνών που επέτρεψε την κινηματογράφηση των συγκεκριμένων δικών… Και, πράγματι, προσέφερε υπηρεσία η τότε Διοίκηση του Πρωτοδικείου, που επέτρεψε τη μαγνητοσκόπηση: όχι μόνο γιατί μπορεί πλέον ο καθένας να δει πώς γίνονται οι δίκες στην Ελλάδα, αλλά και γιατί μπορεί επιπλέον να παρατηρήσει πώς συμπεριφέρονται κάποιοι δικαστές και εισαγγελείς ακόμη και όταν γνωρίζουν ότι βιντεοσκοπούνται…
Αυτή η κατάσταση που προσβάλλει όλους μας, δεν φαίνεται να προσβάλλει κάποιους «λειτουργούς της θέμιδος», οι οποίοι ασχολούνται με ανώτερα ζητήματα:
«Πού είναι η γραβάτα σας, κύριε συνήγορε;»
«Βγάλτε τα γυαλιά από το κεφάλι σας, κυρία μάρτυς»
«Γιατί δεν μιλάτε καλά ελληνικά, κύριε κατηγορούμενε;»
Όλα αυτά μέσα σε αίθουσες όπου τα έδρανα καθαρίζονται συνήθως από τα μανίκια των δικηγόρων, αίθουσες από τις οποίες μπορεί να λείπει η θέρμανση το χειμώνα ή ο κλιματισμός το καλοκαίρι, δεν λείπει όμως ποτέ η εικόνα του Χριστού κρεμασμένη πίσω από τη δικαστική έδρα … Κι έτσι, ελάχιστοι δικαστές θυμούνται να ρωτήσουν τον μάρτυρα τι όρκο θα δώσει, θρησκευτικό ή πολιτικό… Μόνον όταν είναι προφανές ότι ο μάρτυρας (συνήθως αλλοδαπός) ασπάζεται άλλη θρησκεία από την… κρατούσα, ελλείψει διαθέσιμου θρησκευτικού συμβόλου, θυμούνται τον πολιτικό όρκο:
«Είστε Μουσουλμάνος; Δεν έχουμε Κοράνι, θα ορκιστείτε στην τιμή και την υπόληψή σας!»
Ανεξιθρησκία, ελευθερία σκέψης και συνείδησης, ανθρώπινη αξία, ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ισότητα, ισονομία: συνταγματικά δικαιώματα και αρχές, που η καθημερινή ελληνική δικαστική πρακτική ποδοπατάει, συχνότατα με μία επίφαση χριστιανικής ευαισθησίας.
Σε μια άλλη υπόθεση, η κατηγορούμενη, πρώην τραπεζική υπάλληλος και εν συνεχεία ασφαλίστρια, που είχε οικτρά εξαπατήσει μια αγράμματη γυναίκα, με αποτέλεσμα να της αποσπάσει τις οικονομίες μιας ζωής, απευθύνθηκε με κροκοδείλια δάκρυα στο Δικαστήριο και επέμενε να… «ορκισθεί στη ζωή των παιδιών της», μολονότι ο κατηγορούμενος, ως γνωστόν, δεν ορκίζεται…
Κατόπιν αυτού, η Εισαγγελέας της έδρας, που προσερχόταν στο Δικαστήριο φορώντας έναν τεράστιο σταυρό, πρότεινε την… απαλλαγή της κατηγορουμένης, διότι… «κλονίσθηκε από την απολογία της».
Δυστυχώς, παρατηρώντας κανείς δικαστές και εισαγγελείς κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, θα βρει πολλούς που δεν διστάζουν να προσέλθουν στο Δικαστήριο χωρίς να έχουν διαβάσει τη δικογραφία, δεν διστάζουν να προτείνουν ή να αποφασίσουν για μια υπόθεση, χωρίς να έχουν παρακολουθήσει τη διαδικασία, δεν διστάζουν να ασχολούνται με το πώς κάθεται ο δικηγόρος ή τι φοράει ο κατηγορούμενος ενώ εξετάζεται ο πιο κρίσιμος μάρτυρας, δεν διστάζουν να εκδηλώνουν τη βαρεμάρα ή τη βιασύνη τους να τελειώσει μία υπόθεση, λες και τους υποχρέωσε κάποιος άλλος να κάνουν αυτή τη δουλειά. Δεν τους πειράζει αν ο μάρτυρας είπε ψέματα, τους πειράζει αν ο δικηγόρος δεν φοράει γραβάτα. Δεν τους πειράζει αν κάνουν λάθος και στείλουν έναν αθώο στη φυλακή, τους πειράζει αν ο αθώος διαμαρτυρηθεί…
Την ίδια στιγμή, αξιώνουν θρησκευτική ευλάβεια προς το πρόσωπό τους και αναφέρονται στο έργο τους ως το πλέον θεάρεστο… Οι παραπομπές στη θρησκεία και την εκκλησία είναι άφθονες στη διαδικασία της απονομής της ελληνικής δικαιοσύνης. Και έχουν τόση σχέση με το δίκαιο, όση σχέση έχει η υποκριτική εκκλησιαστική σεμνοτυφία με τον Θεό…