13.12.10

Περί μαρτυρίας, μαρτυρίου και άλλων δαιμονίων

Ο ποινικός κώδικας λέει ότι η ψευδής κατάθεση στο Δικαστήριο, με όρκο ή χωρίς, είναι αδίκημα «περί την απονομή της Δικαιοσύνης»… Η Δικαιοσύνη, όμως, δείχνει να έχει άλλη άποψη… Ευήκοα τα ώτα πολλών δικαστών σε μαρτυρίες εξόφθαλμα κατασκευασμένες…

Και ασθενής η δικαστική και εισαγγελική ακοή σε πρόδηλες αντιφάσεις, που αποδεικνύουν το ψεύδος της κατάθεσης… Και πρόθυμα τα δικαστικά και εισαγγελικά χείλη να διευκολύνουν τον ψεύδορκο, να μην αποκαλυφθεί: «αν θυμάστε, αν δεν θυμάστε δεν πειράζει», «αν ξέρετε, αν δεν ξέρετε δεν πειράζει».

Και μάταιος πολλές φορές ο αγώνας του δικηγόρου να αποκαλύψει την ψευδορκία, αφού ορισμένοι δικαστές και εισαγγελείς προτιμούν να έχουν μια μαρτυρία ρητή, ακόμη και ψευδή, για να βασίσουν σε αυτή την απόφασή τους, από το να θέτουν στη βάσανο της διακρίβωσης της αλήθειας κάθε μάρτυρα…

Κι έτσι, ο μόνος που… «μαρτυρεί», με την κυριολεκτική όμως έννοια, είναι ο κατηγορούμενος. Μόνο απέναντι σε αυτόν υπάρχει η καχυποψία, μόνο αυτός πρέπει να αποδείξει αυτά που λέει, κι ας ανήκουμε στην Ευρώπη του τεκμηρίου αθωότητας, όπου κανονικά ο κατηγορούμενος είναι ο μόνος που δεν οφείλει να αποδείξει τίποτε…

Γι’ αυτό και έχει ανοιχτεί «πεδίον δόξης λαμπρό» σε εκείνους που κατ΄ επάγγελμα προετοιμάζουν μάρτυρες να δίνουν ψευδείς καταθέσεις. Γι’ αυτό η… «χρυσή συμβουλή», «αν σε στριμώξουν, πες δεν θυμάμαι» πιάνει τόπο ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων. Γι’ αυτό και η εξέταση μάρτυρα, κορυφαία διαδικασία απόδειξης στα πλαίσια μιας δίκης, έχει καταντήσει διεκπεραίωση...

Όσο για την αντιπαράσταση, την αναπαράσταση και άλλα μέσα ελέγχου της αξιοπιστίας του μάρτυρα και της αναζήτησης της αλήθειας, έχουν πια γίνει λέξεις άγνωστες στους δικαστές… Και ενοχλούνται πολλοί όταν ζητείται, ας πούμε, αναπαράσταση, λες και είναι κάτι τόσο εξεζητημένο να θες να δεις αν αυτό που λέει ο μάρτυρας ότι έγινε, έγινε πράγματι έτσι: «δεν είναι θέατρο εδώ», άκουσα πρόσφατα από Πρόεδρο Δικαστηρίου, όταν ζήτησα από μια μάρτυρα να αναπαραστήσει αυτό που ισχυριζόταν ότι η ίδια είχε κάνει… Αλλά και το αμίμητο «θέλετε να γδάρετε τη μάρτυρα» (sic!), όταν ελέγχει ο δικηγόρος τον ψεύδορκο και τον θέτει προ των αντιφάσεών του.

Με αυτό το δεδομένο, πράγματι, είναι δείγμα ακραίας υποκρισίας οι ποινικές διώξεις για ψευδορκία, που, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, γίνονται ΜΟΝΟΝ όταν υποβληθεί μήνυση από κάποιον πολίτη και… εξαφανίζονται ως διά μαγείας μόλις «τα βρουν» μηνυτής και μηνυόμενος και δηλώσουν (ψευδώς, συνήθως) ότι «δεν υπήρχε δόλος» ή ότι «έγινε παρανόηση», η οποία… «λύθηκε κατόπιν αμοιβαίων εξηγήσεων». Η διαχείριση του καθήκοντος αληθείας και αληθούς μαρτυρίας έχει γίνει στην Ελλάδα ιδιωτική υπόθεση, παρά το γεγονός ότι υποτίθεται ότι άπτεται της απονομής της Δικαιοσύνης.

Αντί γι΄ αυτή την κωμικοτραγική κατάσταση, με την οποία γελούν και απορούν όσοι παρακολουθούν από το ακροατήριο τις δίκες, πιο συνεπές θα ήταν να αποποινικοποιηθεί η ψευδορκία, η ψευδής ανωμοτί κατάθεση, η ψευδής καταμήνυση.

Πιο ειλικρινές θα ήταν να σταματήσουμε να μιλάμε για εγκλήματα «περί την απονομή της Δικαιοσύνης», γιατί το αυτί της Δικαιοσύνης δεν δείχνει να ιδρώνει. Και είναι τουλάχιστον οξύμωρο, από τη μία να γίνονται πολυήμερες, μαρτυρικές δίκες για τα αδικήματα αυτά, όποτε κάποιος πολίτης αποφασίσει να κάνει μήνυση (συνήθως επειδή θίχτηκε ατομικά), αλλά στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική να είναι όχι απλώς ανεκτή, αλλά ευπρόσδεκτη μετά βαΐων και κλάδων η ψευδομαρτυρία.

Επομένως, νά μια συμβουλή προς τα επιτελεία που εξετάζουν διάφορες «λαμπρές» «σκέψεις» και «ιδέες» για το πώς θα απεμπλέξουν τη Δικαιοσύνη από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει: ευλόγησον την ψευδορκία και ελέησον ημάς! Διότι η θεσμική υποκρισία πρέπει να έχει κάποια όρια. Και όσοι δεν θέλουμε οι μάρτυρες να κοροϊδεύουν τα Δικαστήρια έχουμε κουραστεί να βλέπουμε δικαστήρια τόσο πρόθυμα να εξαπατηθούν. Αφού όμως έτσι είναι, ας παραδεχθούν δημόσια ότι η «απονομή της Δικαιοσύνης» δεν είναι «έννομο αγαθό» άξιο ποινικής προστασίας στη χώρα μας. Αντίθετα, η διεκπεραίωση πάση θυσία και πάση ψευδομαρτυρία είναι «ύψιστη αξία».